Συντάχθηκε απο τον/την Χρήστος Μπούμπουλης (Christos Boumpoulis)
Σάββατο, 26 Αύγουστος 2017 21:44
Στον “γαλαξία” της επιθετικής αυθαιρεσίας
Η εκτίμηση και ο σεβασμός, εκ της φύσεώς τους, μόνο, κερδίζονται· ούτε αγοράζονται, μα ούτε κι επιβάλλονται.
Εκείνοι που δεν κατέχουν την τέχνη της αξιοπρεπούς επιβίωσης είναι, συνήθως, εκείνοι που διαπομπεύουν τον σεβασμό ως, δήθεν, μαζί με τον φόβο, οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Στον “γαλαξία” της επιθετικής αυθαιρεσίας η θέση των κανονικών ανθρώπων παραμένει, από βασανιστική ως και μαρτυρική.
Ο συντεταγμένος αριβισμός προτιμά να καταστρέψει την κανονικότητα επειδή, όπως αυτός φαντάζεται, αργότερα, θα την “βρει μπροστά του”.
Η απομειωμένη αισθαντικότητα προτιμά να καταστρέψει την κανονικότητα επειδή, απλά, δεν την νογά.
Στον “γαλαξία” της επιθετικής αυθαιρεσίας θα μπορούσε να βασιλεύουν, η Δημιουργικότητα, η Ειρήνη και η Χαρά· αν κάποτε, με κάποιο τρόπο, γινόταν αντιληπτό ότι, πραγματικά ζει, μόνο, εκείνος που υπηρετεί, πρόθυμα και έντιμα, τους άλλους.
Χρήστος Μπούμπουλης
οικονομολόγος
Υ.Γ.: Το κείμενο του παρόντος άρθρου αποτελεί μια ακούσια προσπάθειά μου, εν τέλει, "κακοποίησης" της ποίησης. Και τα συνημμένα βίντεο αποτελούν την συγνώμη μου προς την ποίηση.
Παίζω με τη ζωή χορεύω το χορό μου Κοιμάμαι αγκαλιά μαζί με τ’ όνειρό μου κι η μέρα μου γελάει και με χαϊδεύει η νύχτα κι ο έρωτας μου λέει παραμύθια
Γιατί είμαι ένα νησί μέσα στην πόλη Κανείς δε με γνωρίζει κι ας με ξέρουν όλοι
Παίζω με τη ζωή στα δίχτυα της αράχνης Γελάω με τον καιρό πίνω νερό της πάχνης Κι εσένα π’ αγαπάω πάντα θα σε παιδεύω Σαν ψάρι θα γλιστράω θα δραπετεύω
Γιατί είμαι ένα νησί μέσα στην πόλη Κανείς δε με γνωρίζει κι ας με ξέρουν όλοι
Παίζω με τη ζωή παίζει κι αυτή με μένα Κρατάω μυστικά στον άνεμο κρυμμένα Κι η άγρια μοναξιά άνοιξε σαν λουλούδι Και τα’ άρωμα της το ‘κανα τραγούδι
Γιατί είμαι ένα νησί μέσα στην πόλη Κανείς δε με γνωρίζει κι ας με ξέρουν όλοι
Είναι δώδεκα η ώρα, είναι η ώρα των τρελών κάπου θα σε συναντήσω, κάπου θα σε βρω στα κελιά τους οι άνθρωποι, ύπνο κάνουν ελαφρό είναι ελεύθεροι οι δρόμοι για κυνηγητό είναι δώδεκα η ώρα, είναι η ώρα των τρελών βραχνό γέλιο αν ακούσεις, κλείσε το ρολό
λύκε, λύκε μου, καλέ μου λύκε, λύκε μου είσαι εδώ βγαίνω από τη φωλιά μου και σε κυνηγώ λύκε, λύκε μου, καλέ μου λύκε, λύκε μου είσαι εδώ είσαι η μόνη μου ελπίδα και σ ακολουθώ
όμορφο μου προβατάκι τι γυρεύεις μες στο δρόμο είμαστε όλοι μπερδεμένοι στο δικό του νόμο
Δόντια βγάζουνε τα αστέρια, νύχια φύτρωσαν στους δρόμους, ξέφρενη η νύχτα παίζει κλέφτες και αστυνόμους
όταν πέφτει το σκοτάδι βγαίνει ο λύκος στην πλατεία στη χαμένη πολιτεία και ζητά τροφή κλειδωμένα είναι τα αρνάκια, ζαχαρένιο το κλειδί κάτι απόμερα παγκάκια, θάμνοι και σιωπή
λύκε, λύκε μου, καλέ μου λύκε, λύκε μου είσαι εκεί είναι η άγρια πλευρά σου που με συγκινεί
Είναι δώδεκα η ώρα, είναι η ώρα των τρελών όπου ανθίζει το σκοτάδι, όπου ανθίζει το σκοτάδι
Είναι δώδεκα η ώρα, είναι η ώρα των τρελών κάπου θα σε συναντήσω, κάπου θα σε βρω
Το `πε, κάτι πολύ σοφό που τριγυρίζει στης ντροπιασμένης πολιτείας τα δρομάκια Στις λαϊκές και τις πολυτελείς καφετερίες στα λεωφορεία, τα ταξί τα μηχανάκια
Πως τούτος ο καιρός κάτι κακό θα φέρει γιατί δεν έχει στάλα αγάπη να προσφέρει Πως τούτος ο καιρός κάτι καλό θα φέρει γιατί θ’ αλλάξει είτε θέλει, είτε δε θέλει
Το `πε, κάτι πολύ σοφό το `πε για σένα το `πε για μένα που δεν αγαπώ κανένα Φωνή βραχνή από λαρύγγι ραγισμένο να μουρμουρίζει σ’ ένα κόσμο λυσσασμένο
Πως τούτος ο καιρός κάτι κακό θα φέρει γιατί δεν έχει στάλα αγάπη να προσφέρει Πως τούτος ο καιρός κάτι καλό θα φέρει γιατί θ’ αλλάξει είτε θέλει είτε δε θέλει
Το `πε, κάτι πολύ σοφό που τριγυρίζει ξυπόλητο, γυμνό τα βράδια και σφυρίζει
Πως τούτος ο καιρός κάτι κακό θα φέρει γιατί δεν έχει στάλα αγάπη να προσφέρει Πως τούτος ο καιρός κάτι καλό θα φέρει γιατί θ’ αλλάξει είτε θέλει είτε δε θέλει
Πριν να βγω στον κόσμο ακόμα το παιχνίδι δεν το γνώριζα και πήρα αυτό το δρόμο το σπαρμένο πέτρες με τα πόδια μου γυμνά. Οι φίλοι με προσμέναν σ’ ένα σταυροδρόμι κι οι εχθροί όλο χαμόγελα καλά έχω μετρήσει πόσο βάθος πιάνει η φιδοφωλιά.
Πριν να δω τον κόσμο ακόμα την ασπίδα δεν ήξερα η Χάρυβδη κι η Σκύλλα με νύχια και με δόντια με κομμάτιασαν στης τρέλας το πηγάδι με τα χίλια χέρια βούτηξα βαθιά.
Μα αν πάλι ήταν να πάρω το δρόμο με τις πέτρες και τα σκληρά γυαλιά στο σάκο ένα τραγούδι και δυο κλωνιά θυμάρι θα ξανάβαζα. Μύριες οι πληγές μου άλλες τόσες οι χαρές μου κι όλες ανοιχτές.